πόσθη

πόσθη
Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια του δέρματος της ηβικής χώρας και του οσχέου, έχει δε στη μέση του κάτω μέρους μια μακρόστενη πτυχή που εξέχει, τη λεγόμενη ραφή του πέους. Η στένωση τού στομίου της ακροποσθίας λέγεται φίμωση, η δεν σύσφιγξή της πίσω από τη βάλανο, παραφίμωση.
* * *
η, ΝΜΑ
το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο τού πέους, η ακροβυστία («τὸ δέρμα δ' ἐπὶ πέρατι τοῡ καυλοῡ, τὴν νῡν πόσθην ὀνομαζομένην», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. το δέρμα που καλύπτει το πέος
αρχ.
το πέος, το ανδρικό μόριο («πυγὴν μεγάλην πόσθην μικράν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ποσ- τής ρίζας πεσ- τού πέος* με εκφραστικό επίθημα -θη (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόσθη — membrum virile fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσθῃ — πόσθη membrum virile fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσθη — η το δέρμα που περιβάλλει το αντρικό μόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόσθαις — πόσθη membrum virile fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσθην — πόσθη membrum virile fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσθης — πόσθη membrum virile fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσθιακός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόσθη («ποσθιακός έρπητας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσθη + κατάλ. ιακός (πρβλ. σελην ιακός)] …   Dictionary of Greek

  • πόσθιον — τὸ, Α [πόσθη] (κωμ. λ.) μικρή πόσθη, πουτσούλα, τσουτσουνάκι …   Dictionary of Greek

  • пах — род. п. а, паха ж. подмышка , зап. (Даль), укр. паха, пахва – то же, блр. пахва, болг. пах, мн. пахове (Младенов 415), чеш. расh пах , польск. расhа подмышка , pachwina пах , в. луж. роdрасh подмышка . Ввиду чеш. раždi ж., раžе ж. плечо, рука ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Opposition to circumcision — has occurred throughout history. The Ancient Greeks valued the foreskin and were opposed to circumcision; the Romans past laws banning the procedure. Opposition of a different kind was spawned with the advent of routine infant circumcision in the …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”